* Στα χαλάσματα δυο ερειπωμένων κτιρίων βρίσκουν καταφύγιο οι άστεγοι του Ρεθύμνου
ΠΟΠΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΥΝΟΛΑΚΗΣ ( www.rethnea.gr)
Άνθρωποι και σκουπίδια, άνθρωποι και ποντίκια. Ή...άνθρωποι που ζουν σαν ποντίκια. Στην καρδιά της πόλης. Μοναδική περιουσία τους μια πλαστική σακούλα με λίγα ρούχα. Κρεβάτι τους το πάτωμα και στρώμα οι χαρτόκουτες, εκτός κι αν σταθούν τυχεροί και κάπου στην πόλη βρουν πεταμένο κάποιο στρώμα που ο ιδιοκτήτης του το πέταξε γιατί πάλιωσε και το αντικατέστησε.
Φαγητό και νερό έχουν ευτυχώς εξασφαλίσει, τόσο όσο να μην πεθάνουν απ' την ασιτία. Τα φιλανθρωπικά συσσίτια της εκκλησίας και οι υπαίθριες βρύσες μπορούν και τους συντηρούν. Έχουν και τραπέζι για να τρώνε, είναι αλήθεια. Κάποιοι κάδοι απορριμμάτων, που ο δήμος έχει αποθηκεύσει σε έναν από τους χώρους, πιάνουν τόπο...Αφ' ενός εξυπηρετούν χρέη τραπεζιού και αφ' ετέρου χρέη προστατευτικού παραβάν από το κρύο γιατί οι νύχτες του χειμώνα είναι πολύ κρύες και οι αυτοσχέδιες κουβέρτες-κουρέλια δεν επαρκούν για να μην ξεπαγιάσουν.
Για μπάνιο βέβαια ούτε συζήτηση, αυτό αποτελεί πολυτέλεια. Το ότι απουσιάζει από την καθημερινότητα τους γίνεται εύκολα αντιληπτό αν καταδεχτείς και τους πλησιάσεις. Όπως απουσιάζει φυσικά και κείνος ο χώρος που...και ο βασιλιάς πάει μόνος του όπως λέγεται.
Πώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να ζουν και να κοιμούνται ανάμεσα σε τόνους σκουπίδια σαν ποντίκια, παρέα με ποντίκια, να τρώνε, να κοιμούνται, να ουρούν, να συζητούν ή ακόμα και να ονειρεύονται (τι πράγμα άραγε για τους βολεμένους μπορεί να προκαλεί μεγάλο ερωτηματικό και συνάμα απέχθεια. Γιατί ποτέ δεν βρέθηκαν στη θέση τους και στο νου τους δεν μπορούν να βάλουν την περίπτωση πως και οι ίδιοι υπάρχει πιθανότητα να βρεθούν στην ίδια θέση. Διότι η ζωή είναι απρόβλεπτη.
Ο Γιάννης, ο Κώστας, η Μαρία, ο Γιώργος, η Μόνικα, ο Ρομέο ή όπως αλλιώς τους λένε, σίγουρα δεν ονειρεύονταν την ζωή που έχουν σήμερα. Δεν μπορεί, κάποιους άλλους στόχους είχαν κάποτε. Και είναι αδιάφορο αν είναι ντόπιοι ή αλλοδαποί και για ποιο λόγο βρίσκονται σήμερα εκεί. Όπως είναι αδιάφορο αν πολλές φορές ανάμεσα στους άστεγους δεν υπάρχουν απλά φτωχοί αλλά ταυτόχρονα και αλκοολικοί, τοξικομανείς ή ψυχικά άρρωστοι. Άλλωστε γι΄ αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις ένα κράτος πρόνοιας έχει διπλή υποχρέωση να δείχνει την ευαισθησία του και να παρέχει τη φροντίδα του.
Είναι επίσης αδιάφορο αν αυτοί οι άνθρωποι-φαντάσματα του εαυτού τους, έχουν μετατρέψει έναν χώρο σε σκουπιδότοπο ή αν μετέτρεψαν έναν σκουπιδότοπο σε «σπίτι τους».
Στην περίπτωση του Ρεθύμνου δεν γνωρίζουμε τι από τα δυο έχει συμβεί. Είδαμε όμως μια πραγματικότητα που προφανώς κανείς κοινωνικός φορέας, πλην της εκκλησίας ίσως που τους σιτίζει αλλά κατά πάσα πιθανότητα και αυτή αγνοεί που κοιμούνται, κανείς άλλος μάλλον δεν έχει δεί ή ..κάνει πως δεν έχει δει .
Διότι αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι ο δήμος δεν έχει να τους δώσει στέγη να κοιμηθούν δεν μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι γνωρίζει πως στην καρδιά της πόλης υπάρχουν δυο χώροι-σκουπιδότοποι και δεν έχει κάνει τίποτα. Τουλάχιστον με τις υπηρεσίες και τα συνεργεία του να έχει καθαρίσει τους χώρους αυτούς.
Στο εγκαταλελειμμένο κτίριο-ερείπιο της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου, στον Κουμπέ, επί της Λεωφόρου Σταμαθιουδάκη, βρίσκουν καταφύγιο 5-6 άνθρωποι. Κάποιες μέρες γίνονται και δέκα, κάποιες άλλες λιγοστεύουν, πάντως ένας άστεγος ξέρει ότι θα βρει σπίτι εκεί. Ότι ανάμεσα στα κουρέλια, στους σωρούς των σκουπιδιών, μπορεί να κοιμηθεί. Και σχεδόν πάντα θα βρει παρέα.
Στα χαλάσματα ενός σπιτιού στην Πλατεία Μικρασιατών, κάπου εκεί, μεταξύ ενός πολιτιστικού κέντρου που ονομάζεται «Σπίτι του Πολιτισμού» και του 1ου Δημοτικού Σχολείου, τίποτα δεν φαντάζει πως πολύ κοντά στους δυο χώρους αυτούς επικρατεί μια κατάσταση που ούτε πολιτισμό ούτε παιδεία θυμίζει και αυτό βέβαια δεν αφορά τους ενοίκους των χαλασμάτων αλλά όλους εμάς τους υπόλοιπους.Ξέρετε,είναι η ίδια πλατεία,σ'ένα παγκάκι της οποίας πριν καμιά δεκαπενταριά μέρες,μέσα στα πανηγύρια του Καρναβαλιού,βρέθηκε νεκρή και ¨"ξυλιασμένη"μια 45χρονη γυναίκα...
Οι γείτονες, δικαίως παραπονούνται. Όχι επειδή κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν για στέγη τους το εγκαταλελειμμένο κτίσμα διότι δείχνουν να συμπάσχουν με το πρόβλημα τους αλλά επειδή τα σκουπίδια και η δυσωδία τους πνίγει.
«Συγκάτοικοι» στη δυστυχία
«Κάτοικοι» δυο ξεχωριστών οικισμών μα τόσο όμοιων μεταξύ τους, που τους χωρίζει μόνο μια απόσταση χιλίων μέτρων περίπου είναι οι άστεγοι του ετοιμόρροπου κτιρίου στη Σταμαθιουδάκη με εκείνους του κτιρίου στην Πλατεία Μικρασιατών. Εξ άλλου γνωρίζονται μεταξύ τους, ανταλλάσσουν επισκέψεις, γίνονται συγκάτοικοι για κάποιες ώρες.
«Πηγαίνουμε στο συσίτιο της Αγίας Βαρβάρας για να φάμε. Αυτό είναι το μόνο που έχουμε. Κανένας δεν έρχεται εδώ» αναφέρει στα «Ρ.Ν.» ένα άνδρας, ο οποίος κατάγεται από τα Ιωάννινα αλλά ζει στο Ρέθυμνο (κτίριο της Ένωσης) τα τελευταία επτά χρόνια. «Δουλειά δεν υπάρχει. Εδώ που μένω τουλάχιστον δεν βρέχομαι και δεν κρυώνω. Η ζωή μας είναι άθλια»προσθέτει.
Παραδίπλα στέκεται ένας άλλος άνδρας, ο οποίος μόλις έχει επιστρέψει από κάποιο κοντινό κατάστημα στο οποίο του έχουν προσφέρει τον πρωινό καφέ. Δεν θέλει να μιλήσει, γιατί φοβάται μήπως γίνει κάτι και τους διώξουν από εκεί. «Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα και έρθουν εδώ να μας διώξουν. Αν μπορείς να βοηθήσεις, βοήθησε μας. Δεν έχουμε που αλλού να πάμε» είναι οι μόνες κουβέντες που βγαίνουν από το στόμα του.
Τον καθησυχάζει αμέσως ο διπλανός του: «Ο άνθρωπος δεν θα μας κάνει κακό. Άφησέ τον μήπως δει κανείς την κατάστασή μας και έρθει να βοηθήσει. Στο Ρέθυμνο δεν γίνεται τίποτα για μας».
Ένας κύριος λίγο πιο πέρα, προσπαθεί να συμπαρασταθεί στον άρρωστο φίλο του, ο οποίος βρίσκεται ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι δίπλα στους κάδους απορριμμάτων. Είναι προβληματισμένος, κρατάει το κεφάλι του και με τις κινήσεις του είναι σαν να λέει πως δεν μπορεί να του προσφέρει κάτι περισσότερο.
Στο παλιό και εγκαταλελειμμένο κτίσμα της πλατείας Μικρασιατών,στο ιστορικό κέντρο του Ρεθύμνου, μένουν τους τελευταίες μήνες ο Ρομέο από τη Βουλγαρία και ένας άνδρας από τη Ρουμανία. Τις πρωινές ώρες, στην παρέα τους ενσωματώνεται η Μόνικα από την Ελβετία, μια γυναίκα 35-40 ετών, καλοβαλμένη, κι ένας άνδρας από την Αυστρία.
Η μέρα τους είναι καθημερινά ίδια. Περνούν τις ώρες τους είτε στην πλατεία είτε τριγυρνώντας στους δρόμους της πόλης έτσι,χωρίς σκοπό. Έχουν για συντροφιά τέσσερα αδέσποτα σκυλιά, τα οποία τους ακολουθούν παντού. «Τα αγαπάω τα σκυλιά. Μου κάνουν παρέα. Εγώ μένω λίγο μακριά από εδώ, αλλά έρχομαι για να δω τα παιδιά» μας λέει η Μόνικα η οποία βρίσκεται στο Ρέθυμνο από τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ έχει περάσει επίσης από τα Χανιά και το Ηράκλειο.
Ο Ρομέο από τη Βουλγαρία, βρίσκεται στην πόλη μας τα τελευταία επτά χρόνια και μιλάει πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Τους χειμερινούς μήνες μαζεύει ελιές σε χωριά του νομού και το καλοκαίρι είναι άνεργος. «Πώς να βρω σπίτι; Δεν υπάρχει δουλειά, δεν έχω λεφτά. Ευτυχώς που υπάρχει το συσσίτιο της εκκλησίας, γιατί δεν θα είχαμε ούτε να φάμε» λέει προσθέτοντας ότι αν είχε την οικονομική δυνατότητα θα επέστρεφε στην πατρίδα του.
Ο άνδρας που κάθεται πλάι του, κατάγεται από την Ρουμανία και είναι «συγκάτοικος» του στο παλαιό κτίριο της πλατείας. Είναι ένας από τους ανθρώπους που γνώριζε την άτυχη γυναίκα, η οποία πέθανε προ ημερών στην πλατεία Μικρασιατών από το κρύο. «Την γνώριζα κι απ' ό,τι ξέρω δεν είχε κάποιο πρόβλημα. Πέθανε στο δρόμο, άστεγη, δεν ξέρω όμως γιατί πέθανε. Η ζωή, πάντως, είναι δύσκολη εδώ, δεν αντέχεις εύκολα» αναφέρει στα «Ρ.Ν.» και αμέσως μας δείχνει δυο τσάντες: η μια περιείχε το φαγητό που είχε πάρει από το συσσίτιο λίγο νωρίτερα και η άλλη μια μπλούζα με κάποια ακόμα λιγοστά ρούχα. «Αυτά είναι τα μοναδικά υπάρχοντά μου» λέει.
Πού να πάει άραγε; Πού αλλού να πάνε όλοι αυτοί και ίσως πολλοί περισσότεροι σε λίγο καιρό...
Μην σκεφτεί κάποιος ότι είναι ζήτημα της Αστυνομίας το πρόβλημα αυτό των αστέγων. Οι άστεγοι και οι άποροι ακόμα κι αν είναι ασθενείς δεν θέλουν αντιμετώπιση κατασταλτική. Δεν τους εκδιώκουμε από τα σημεία που έχουν βρει καταφύγιο για να μην μας ρυπαίνουν. Προσπαθούμε να βρούμε και να δώσουμε λύση στο πρόβλημά τους....