Φώφη Γεννηματά: Το Μάτι και η πολιτική του κομμωτηρίου


Του Ανδρέα  Δεληγιάννη
Δεν χρειάζεται κουίζ για την αναγνώριση του κειμένου που ακολουθεί:
 «Για ποιες παραιτήσεις μιλάμε, δεν έχουν ούτε τσίπα ούτε ντροπή. Είναι απανθρωπιά να πηγαίνεις στον μαρτυρικό αυτό τόπο που κάποτε ήταν παράδεισος και στην γη που καπνίζει ακόμη, να ρίχνεις τις ευθύνες στους ανθρώπους που ζουν εκεί. Κανένα πολεοδομικό ζήτημα που υπάρχει από την εποχή του ’60 δεν είναι άλλοθι για την ολιγωρία τους».
Είναι   κείμενο αναγνωρίσιμο με την πρώτη ανάγνωση: Φώφη Γεννηματά. Υποτίθεται ότι είναι αρχηγός κόμματος. Αλλά ποιου κόμματος ακριβώς με ποιον τίτλο και με ποια ιδεολογία κανείς δεν μπορεί πει με βεβαιότητα. Αλλά αυτή η ιδιότητα την κατατάσσει στους πολιτικούς. Μόνο η προαναφερόμενη δήλωση δεν μπορεί να ανήκει σε πολιτικό.
Δεν είναι πολιτική δήλωση γιατί δεν έχει κανένα πολιτικό στοιχείο. Είναι κουβέντες που γίνονται στα κομμωτήρια. «Δεν ντρέπονται» « Άντε να χαθούν». «Με τι μούτρα μιλάνε» και άλλα που δεν χρειάζεται να γραφούν. Είναι κατηγορίες αλλά πολιτική δεν είναι.
Είναι ευτελής και ιδιοτελής προσπάθεια άγρας ψήφων από τα αποκαΐδια και τα απανθρακωμένα πτώματα. Από τη τελευταία πολιτικό που δικαιούνται να μιλάει: το κόμμα της ευθύνεται για την κατάσταση στο Μάτι και σε ολόκληρη την επικράτεια και η ίδια υπήρξε περιφερειάρχης -ένας ακόμη κρίκος στην αποτυχημένη διαδρομή της.
Στο Μάτι η Φώφη Γεννηματά συμπεριφέρεται σαν τον Βορίδη και τον Άδωνι γιατί η πολιτική της επάρκεια   εξαντλείται στον Βορίδη και τον Άδωνι. Στη συγκεκριμένη τραγωδία λειτουργεί συμπληρωματικά με τα πιο ακραία στοιχεία της Δεξιάς. Μόνο ο Θ. Πάγκαλος με τη χυδαιότητα που εκλύει την ξεπερνάει. Και το κάνει με τον τρόπο της.Φτηνές ατάκες, αναθεματισμοί, κατάρες, συνοικιακές  αποδοκιμασίες. Δεν φταίει, αυτή είναι.
Η Γεννηματά έχει κάθε δικαίωμα να επιτίθεται στην κυβέρνηση, να κάνει καταγγελίες και κριτική. Αλλά ο οφείλει να το κάνει σαν πολιτικός και όχι σαν κυρία του διπλανού σεσουάρ. Να το κάνει με πολιτικό λεξιλόγιο, με πολιτικές θέσεις με πολιτικές προτάσεις.
Κυρίως να το κάνει με επίγνωση του παρελθόντος της και του παρελθόντος του κόμματός της.  Και σε ό,τι αφορά την πολιτική του, που είναι πυκνή σε εγκληματικές πράξεις και παραλήψεις που διαμόρφωσαν τα  υποψήφια νεκροταφεία σαν το Μάτι. Αλλά και σε ό,τι αφορά το επίπεδο του λόγου των προκάτοχων της: ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κ. Σημίτης δεν θα μιλούσαν ποτέ για «τσιπς».
Αλλά η Γεννηματά αδυνατεί να μιλήσει πολιτικά γιατί αδυνατεί να κατανοήσει την πολιτική. Την αντιλαμβάνεται ως κληροδότημα. Συμπεριφέρεται ως γόνος που δικαιούται μερίδιο εξουσίας. Και σε κρίσιμες καταστάσεις όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, οι φυσικές καταστροφές αδυνατεί να δει τα αίτια, να αναλύσει τα δεδομένα και να διατυπώσει θέσεις. Καταφεύγει σε κατάρες γιατί αυτό μπορεί να κάνει. Βλέπει τα πράγματα από τη μόνη οπτική που διαθέτει.
Κανείς δεν θα την κατηγορούσε, αν μπορούσε να κατανείμει την ευθύνη, να ξεχωρίσει που τελειώνουν τα επιχειρησιακά προσχήματα στην πυρκαγιά και που αρχίζει η αναζήτηση για τις συνθήκες διευκόλυνσης της τραγωδίας, ή που πρέπει να γίνει η συζήτηση για το μέλλον. Της μένουν μόνο οι τσιρίδες για «τσίπα και ντροπή».
Χωρίς να καν να καταλαβαίνει, αν αρχίσουμε να κρίνουμε. Έτσι, με αυτή την ρητορική την ίδια και όσους την περιβάλλουν δεν θα ξέρει πού να κρυφτεί… Αλλά  μέσα στην αδυναμία της να εμφανιστεί σαν συγκροτημένη πολιτικός η κυρία αποκαλύφθηκε, χωρίς να το καταλαβαίνει.  Όταν καταγγέλλει μαινόμενη κάθε ιδέα για «ευθύνες στους  ανθρώπους  πουν ζουν εκεί», είτε δεν ξέρει τι της γίνεται, είτε ασκεί τον λαϊκισμό που μπορεί να ασκήσει στο επίπεδό της. Γιατί οι «άνθρωποι που ζουν εκεί», έχουν και παρέχουν ευθύνες. Μαζί με τα κόμματα σαν το δικό της που τους διευκόλυναν.
Και αν νομίζει ότι το πρόβλημα στο Μάτι είναι «ένα πολεοδομικό ζήτημα που υπάρχει από την εποχή του 60»,δείχνει ότι δεν αγνοεί απλώς τα πραγματικά δεδομένα, αλλά προσπαθεί και να προσφέρει άλλοθι στους υπαίτιους της καταστροφής. Με κουτοπονηριά δίνει συγχωροχάρτι για τα ανομήματα. Ναι, αλλά τι να περιμένει κανείς από τη πολιτικό που ισχυρίζεται ότι τα Μνημόνια τα έφερε ο Τσίπρας.