Ο όρος «fake news» περιγράφει μια μορφή της «κίτρινης δημοσιογραφίας». Οι ψευδείς αυτές ειδήσεις κατασκευάζονται με στόχο τη σκόπιμη παραπληροφόρηση του κοινού, τον αποπροσανατολισμό του και τελικά το κέρδος, οικονομικό ή πολιτικό.
Οι συντάκτες τους χρησιμοποιούν διάφορα «κόλπα», που προέρχονται συνήθως από τον χώρο της διαδικτυακής διαφήμισης, ώστε να γίνουν πιο ελκυστικές, αλλά και πιο πιστευτές.
Εντονες λέξεις, εντυπωσιακοί τίτλοι και υπερβολικοί ισχυρισμοί «ανακατεύονται», παραπλανώντας τον εκάστοτε αναγνώστη.
Παρά τις δυσδιάκριτες διαφορές τους, ο όρος «fake news» τείνει να χρησιμοποιείται πλέον για ψευδείς ειδήσεις που αφορούν την πολιτική επικαιρότητα, ενώ ο όρος «hoaxes» για να περιγραφούν κείμενα που αφορούν περισσότερο «ανάλαφρες» κοινωνικές δραστηριότητες της καθημερινότητας. Και οι δύο περιπτώσεις όμως είναι εξίσου επικίνδυνες.
Τα «fake news», σύμφωνα με αναλυτές, έλκουν την καταγωγή τους από μια ανθρώπινη κοινωνική συνήθεια: τη φημολογία.
Ηταν όμως η οργάνωση της παραγωγής και η σταδιακή συγκρότηση μεγάλων οικονομιών τα στοιχεία που έφεραν την ανάγκη για μαζική ενημέρωση.
Οι κατά τόπους ισχυρές εξουσίες χρησιμοποίησαν αυτούς τους μαζικούς όρους για την εξάπλωση και την εμπέδωση της προπαγάνδας, ώστε οι κοινωνίες να ελέγχονται και να κινητοποιούνται ή να αδρανοποιούνται, ανάλογα με τα συμφέροντα της εκάστοτε εξουσίας.
AP Photo/Alex Brandon
↳ Τον περασμένο Φεβρουάριο το νηφάλιο «NPR», το δημόσιο εθνικό ραδιοφωνικό δίκτυο των ΗΠΑ, μέτρησε ότι σε διάστημα τριάντα ημερών ο νεοεκλεγείς τότε πρόεδρος της χώρας είχε αναρτήσει 15 φορές τη φράση «fake news» («ψευδείς ειδήσεις»). Ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιεί τον όρο προφανώς καταχρηστικά, προκειμένου να απορρίψει κάθε αρνητικό δημοσίευμα στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, να αντιστρέψει την πραγματικότητα και να επιβάλει τη δική του ακροδεξιά «εναλλακτική αλήθεια». Η «ανάποδη» χρήση του όρου από τον Αμερικανό πρόεδρο δεν πρέπει να μας απομακρύνει, όμως, από την ουσία: ο σύγχρονος κόσμος της ενημέρωσης κυριαρχείται συχνά από ψευδείς ειδήσεις.
Το πρώτο πολιτικό ψέμα
Ο Ραμσής Β' απέκρυψε τη συνθηκολόγησή του με τους Χετταίους το 1274 π.Χ. και την παρουσίασε ως τεράστια στρατιωτική νίκη. Αυτή θεωρείται το πρώτο καταγεγραμμένο «fake news».
Η τεχνολογική πρόοδος στην ενημέρωση συνέβαλε ώστε οι ψευδείς ειδήσεις να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και επιδραστικότητα. Η σχετική βιβλιογραφία φέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της μακρόχρονης στρέβλωσης που προκαλεί μια ψευδής είδηση την εξής περίπτωση:
Ο βρετανικός Τύπος την εποχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου δημοσίευσε ευρέως τη φήμη πως οι γερμανικές δυνάμεις διέθεταν ένα ειδικό σώμα που εργαζόταν ώστε να μετατρέπονται άψυχα κορμιά σε σαπούνια, κεριά, νιτρογλυκερίνη και γυαλιστικά.
Οι φήμες αποδείχτηκαν ψευδείς. Λίγα χρόνια αργότερα, ο υπουργός Προπαγάνδας του Ράιχ, Γιόζεφ Γκέμπελς, χρησιμοποίησε τη διάψευση των δημοσιευμάτων αυτών ώστε να χαρακτηρίσει ψευδείς και τις αληθείς κατηγορίες για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η επανάληψη προσθέτει... «εγκυρότητα»
Η γιγάντωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η εισβολή των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης έχουν αυξήσει κατακόρυφα την ταχύτητα διάδοσης οποιασδήποτε είδησης, αλλά και τον πολλαπλασιασμό των αναφορών σε αυτήν.
Παράλληλα όμως, έχουν καταστήσει τη διάψευση μιας ψευδούς είδησης εξαιρετικά δύσκολη.
Ο Γκέμπελς φέρεται να έχει δηλώσει πως «εάν επαναλαμβάνεις ένα ψέμα πολλές φορές, οι άνθρωποι στο τέλος θα αρχίσουν να το πιστεύουν».
Ο τρομακτικότερος προπαγανδιστής της Ιστορίας φαίνεται να επιβεβαιώνεται περίτρανα από τη διαδικτυακή πραγματικότητα.
Ας φανταστούμε απλώς μια ψευδή είδηση να αναπαράγεται με καταιγιστικό ρυθμό σε εκατοντάδες χιλιάδες «timelines» του facebook.
Η ευρεία αναπαραγωγή της αφήνει τελικά ξεκάθαρα το «στίγμα» της και στατιστικά είναι βέβαιο ότι η διάψευσή της δεν θα φτάσει ποτέ στον ίδιο αριθμό ληπτών του αρχικού ψεύδους. Ο σκοπός, λοιπόν, του «fake news» είναι σχεδόν εξαρχής εξασφαλισμένος.
Στις επόμενες σελίδες οι αναγνώστες θα έχουν τη δυνατότητα να θυμηθούν ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις «fake news» των τελευταίων μηνών, που κατέκτησαν την πρώτη θέση στην ελληνική επικαιρότητα.
Μια μακροσκοπική παρατήρηση δείχνει τα εξής: Οι ψευδείς ειδήσεις ξεκινούν είτε από περιθωριακά έντυπα του ακροδεξιού/φασιστικού χώρου, είτε από «ανώνυμες πηγές» που φιλοξενούνται σε μέσα «κίτρινα», φιλικά διακείμενα στα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Πρόκειται για μέσα που λειτουργούν στο ημίφως της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, με ελάχιστους εργαζόμενους, υπό το καθεστώς της ανωνυμίας και της εργασιακής εντατικοποίησης.
Η οικονομική κρίση έχει επίσης απομακρύνει πολλούς αναγνώστες από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Η οικονομική δυσπραγία σε συνδυασμό με την αναξιόπιστη ενημέρωση που παρείχαν δυστυχώς παραδοσιακά εκδοτικά συγκροτήματα την περίοδο επιβολής της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής έχουν στρέψει το αναγνωστικό κοινό στο δωρεάν διαδίκτυο.
Δεν είναι, δηλαδή, ανεξήγητο ότι σύμφωνα με το «Ευρωβαρόμετρο» οι Ελληνες είναι οι μοναδικοί πολίτες στην Ευρώπη που θεωρούν το διαδίκτυο την πιο αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης, την ώρα που η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών στις υπόλοιπες χώρες εμπιστεύονται πιο πολύ το ραδιόφωνο.
Παράλληλα, είναι σύνηθες να εμφανίζουν μεγαλύτερη ισχύ διάδοσης οι ψευδείς ειδήσεις που βασίζονται ή αναπαράγουν συντηρητικά και συμψηφιστικά στερεότυπα: όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι τεμπέληδες, όλοι οι Εβραίοι συνωμότες, όλοι οι πολιτικοί αργυρώνητοι.
Αυτοί οι ισχυρισμοί αποτελούν όμως τη βάση της ανάπτυξης της πολιτικής ρητορείας των συντηρητικών κομμάτων.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο το φαινόμενο αυτές τις «ειδήσεις» να τις δημιουργούν, να τις ενθαρρύνουν και να τις αναπαράγουν συχνά ηγετικά στελέχη της ΝΔ, που κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως «ψεύτες».
Χαρακτηριστική η περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που συχνά-πυκνά καταγγέλλει τους κυβερνώντες ότι ψεύδονται ασυστόλως, ενώ ο ίδιος είναι πρωταθλητής στις δηλώσεις που βασίζονται σε «fake news».
Eίναι μια μόδα που θα ξεπεραστεί, υποστηρίζει ο Μανώλης Χαιρετάκης, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το ερώτημα είναι πόση ζημιά θα έχουν προκαλέσει οι ψευδείς ειδήσεις μέχρι να ατονήσει αυτή η συνήθεια. Και σε ποιον βαθμό θα έχει κατασκευαστεί μια δυστοπία με τα υλικά της σύγχυσης, της διαρκούς καχυποψίας και τελικά της εξαπάτησης.
Τα fake news της πολιτικής αντιπαράθεσης
Η τακτική των «fake news» δεν συναντάται συχνά στις εφημερίδες. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που οι ψευδείς ειδήσεις έγιναν αντικείμενο συντονισμένων αντικυβερνητικών επιθέσεων της αντιπολίτευσης και μέσων της διαπλοκής.
Στις 22 Μαρτίου 2015, το «Βήμα» δημοσίευσε «ρεπορτάζ» για τον Γιώργο Κατρούγκαλο, σύμφωνα με το οποίο ως δικηγόρος είχει υπογράψει στο παρελθόν «ιδιωτικά συμφωνητικά με εκατοντάδες απολυμένους δημοσίους υπαλλήλους, από τους οποίους έπαιρνε προμήθεια 12% επί των αποζημιώσεων που θα λάμβαναν σε περίπτωση επαναπρόσληψης».
Ο υπογράφων το δημοσίευμα Βασίλης Χιώτης, διευθυντής του «Βήμα FM» εκείνη την εποχή, επιφυλασσόταν να αποκαλύψει σχετικά έγγραφα για τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, ενώ αστραπιαία αντέδρασαν τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που ζήτησαν εν χορώ την αποπομπή του Γιώργου Κατρούγκαλου.
Η ψευδής αυτή είδηση αναπαρήχθη σε πολλά έντυπα, ξεπέρασε όμως και τα σύνορα της Ελλάδας, καθώς η λαϊκίστικη «Bild» αναδημοσίευσε το «ρεπορτάζ» και μιλούσε ανενδοίαστα για... σκάνδαλο!
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος διέψευσε αμέσως το δημοσίευμα, προχώρησε σε συνέντευξη Τύπου και προκάλεσε να δημοσιευτούν τα επίμαχα συμφωνητικά.
Τελικά αποδείχτηκε πως ο Βασίλης Χιώτης και το «Βήμα» είχαν κάνει... κοπτορραπτική ενός μόνο συμφωνητικού.
Ο αναπληρωτής υπουργός προχώρησε σε αγωγή κατά της εφημερίδας και εκείνη, προκειμένου να γλιτώσει την καταδίκη, δημοσίευσε στη στήλη του «Βηματοδότη», δέκα μήνες αργότερα (Ιανουάριος 2016), το εξής κείμενο:
«Η εκδίκαση της αγωγής [...] αναβλήθηκε έπειτα από αίτημά μας, με σκοπό να αποκαταστήσουμε την αλήθεια σε σχέση με ανακρίβειες και αναλήθειες που είχαν περιληφθεί στο επίδικο ρεπορτάζ μας της 22/3/2015».
«Καραμπινάτη» περίπτωση «fake news» ήταν όμως και το δημοσίευμα της 19ης Ιουλίου 2015, δύο εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα και το μεγαλειώδες «Οχι».
Το «Πρώτο Θέμα» δημοσίευσε επί δύο συνεχείς Κυριακές ένα «ρεπορτάζ», σύμφωνα με το οποίο η Νάντια Βαλαβάνη προέτρεψε τη μητέρα της «να σηκώσει χρήματα από την τράπεζα λίγο πριν από την εξαγγελία του δημοψηφίσματος».
Η εφημερίδα χρησιμοποιούσε υποτιθέμενες «ομολογίες» της μητέρας τής πρώην αναπληρώτριας υπουργού Οικονομικών, αλλά και υπαινιγμούς όπως «από το ΕΑΤ-ΕΣΑ, "αριστερή υπουργός" με λεφτά στην HSBC».
Η Νάντια Βαλαβάνη απέστειλε τότε εξώδικο στους εκδότες της εφημερίδας, με το οποίο διέψευδε το δημοσίευμα.
Η εφημερίδα έναν χρόνο μετά υποχρεώθηκε να αναρτήσει στην ιστοσελίδα της ένα λιτό κείμενο: «Η πληροφόρησή μας στηρίχθηκε σε ισχυρισμούς που προέβαλλαν στελέχη της αντιπολίτευσης στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού ελέγχου, τα οποία αποδεικνύονται σήμερα ως ανακριβή».
Ποιο ήταν όμως το εν λόγω στέλεχος; Ο Λευτέρης Αυγενάκης. Πρόκειται για τον βουλευτή Ηρακλείου της Ν.Δ., που για μια εποχή οποιαδήποτε ερώτηση και αν κατέθετε, γινόταν αμέσως πρωτοσέλιδο σε φιλονεοδημοκρατικά μέσα ενημέρωσης...
Τα «fake news» πάντως δεν κατασκευάζονται μόνον από μέσα ενημέρωσης, αλλά και από πολιτικούς.
Ο Αδωνις Γεωργιάδης κατέθεσε τον περασμένο Φεβρουάριο ερώτηση για το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στο Παρίσι, που τη συνόδευσε με μπόλικες τηλεοπτικές συνεντεύξεις.
Το twitter «βούιξε» εκείνη την εποχή, με διάφορους ανώνυμους χρήστες να μιλούν για «οικογενειακό ταξίδι στην Disneyland», κάτι που ενστερνίστηκαν ή αναπαρήγαγαν πολλά μέσα ενημέρωσης.
Ηταν άλλωστε η εποχή των αποκαλύψεων για το «σπίτι του Βολταίρου» που είχε αποκτήσει η Μαρέβα Μητσοτάκη.
Η Ν.Δ. εξέδωσε σχετική ανακοίνωση, σχολιάζοντας μάλιστα «μεγάλη ζωή για εκείνον, πολύ σκληρή για τους Ελληνες». Εν τέλει αποδείχτηκε ότι ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε στο Παρίσι προκειμένου να συναντηθεί με στελέχη της «L'Oreal» και της Rothchlild, κάτι που επιβεβαίωσαν οι ίδιοι οι επιχειρηματικοί και επενδυτικοί κολοσσοί...