Με πολύ σκληρή γλώσσα και αλήθειες που πονάνε η Νάντια Βαλαβάνη – ως φωνή λογικής μέσα στη Λαϊκή Ενότητα – αποδόμησε πλήρως το πρόγραμμα που έχει υιοθετήσει το εξωκοινοβουλευτικό κόμμα.
Σε ομιλία της στην Συνδιάσκεψη του κόμματος, η κα Βαλαβάνη εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά των επιλογών της ηγεσίας με αιχμές τόσο κατά του Παναγιώτη Λαφαζάνη, όσο και κατά της Ζωής Κωνσταντοπούλου και με οχτώ σημεία στο λόγο της υπογραμμίζει πως η Λαϊκή Ενότητα μετατρέπεται σε ΚΚΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υιοθετώντας τις προγραμματικές τους θέσεις για την πλήρη διαγραφή του χρέους (αντί για μερική) και για αποδέσμευση από την ευρωζώνη.
Διαβάστε αναλυτικά την τοποθέτηση της Νάντιας Βαλαβάνη
«Πρώτον, πρόγραμμα σημαίνει πριν απ’ όλα θέσεις εφαρμόσιμες. Πώς π.χ. από τη θέση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους φτάσαμε στη χθεσινή εισήγηση να ενσωματώνεται η θέση
ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ για ολική διαγραφή του χρέους, κάτι που δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία του κόσμου; Καθώς ακόμα και το χρέος που βρήκε και αρνήθηκε να πληρώσει η Οκτωβριανή Επανάσταση – τονίζω, Επανάσταση – πληρώθηκε τελικά εξ ολοκλήρου από τη Ρωσική Ομοσπονδία;
ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ για ολική διαγραφή του χρέους, κάτι που δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία του κόσμου; Καθώς ακόμα και το χρέος που βρήκε και αρνήθηκε να πληρώσει η Οκτωβριανή Επανάσταση – τονίζω, Επανάσταση – πληρώθηκε τελικά εξ ολοκλήρου από τη Ρωσική Ομοσπονδία;
Δεύτερο, ένα εναλλακτικό πρόγραμμα αποδέσμευσης από την Ευρωζώνη είναι θέμα ενός «πονήματος», όπως λέχθηκε από ομιλητή, που θα μας μοιραστεί ή μιας διεθνούς διάσκεψης επιστημόνων, για να υιοθετήσουμε ό,τι αποφασίσει; Μήπως είναι κυρίως θέμα μια σοβαρής προγραμματικής συζήτησης μεταξύ μας; Όταν μάλιστα ποτέ πριν δεν έχει υπάρξει αποδέσμευση από το κοινό νόμισμα μιας ολοκλήρωσης, που έχει εισχωρήσει και στο παραμικρό γρανάζι λειτουργίας της ελληνικής κοινωνίας; Και όταν μάλιστα απευθυνόμαστε σε ένα κόσμο που χρειάζεται να πείσουμε και πάλι από την αρχή ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές και η κοινωνία μπορούν ν’ αλλάξουν; Με ορατό κίνδυνο, σε κάποια αυριανή καμπή το GREXIT να σκάσει στα χέρια μιας κυβέρνησης με συμμετοχή ΣΥΡΙΖΑ με τον πιο χαώδη, άναρχο και καταστροφικό τρόπο;
Τρίτο, θεωρούμε τελικά ότι χάσαμε τις εκλογές επειδή δεν προβάλλαμε καθαρά την προοπτική εξόδου από Ευρωζώνη και ΕΕ; Γι’ αυτό συμπληρώθηκε στη χθεσινή εισήγηση η θέση της προεκλογικής διακήρυξης για δημοψήφισμα για τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ σε περίπτωση που ορθωθούν ανυπέρβλητα εμπόδια από μέρους της, με τη διευκρίνιση ότι σε αυτό το δημοψήφισμα η Λαϊκή Ενότητα θα ψηφίσει «όχι»; Δε μπορώ να δω πιο καθαρό τρόπο υιοθέτησης – από το παράθυρο – της θέσης ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ για έξοδο και από την ΕΕ.
Τέταρτο, σε ποιους τελικά απευθυνόμαστε πολιτικά; Στον κόσμο του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Ή στη μεγάλη δεξαμενή των εργαζόμενων και άνεργων ανθρώπων που απομακρύνονται από τις μνημονιακές πολιτικές των κομμάτων που υποστήριζαν, πριν απ’ όλα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ; Να θυμίσω ότι τελικά και ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πάνω από τρία χρόνια της όποιας αριστερής διαπαιδαγώγησης, καθώς στη μεγάλη του πλειοψηφία κερδήθηκε μέσα στην τελευταία τριετία από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Πέμπτο, διακρίνω μια υποβάθμιση της μεγάλης μάχης και του αποτελέσματος του ΟΧΙ με κλειστές τράπεζες, μιας παγκόσμιας μοναδικότητας, που αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη αγωνιστική παρακαταθήκη της μεταπολίτευσης και ταυτόχρονα το κοντινότερο στην αγωνιστική και αυτόβουλη ενεργοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων σε περιβάλλον σφοδρής κι απροκάλυπτης επίθεσης από μεριάς του συνόλου των media. Μια τέτοια υποβάθμιση προκαλεί προφανώς το γεγονός ότι, μετά από τη μετατροπή του «όχι» σε «ναι» στην πρακτική πολιτική, οι νέοι άνθρωποι στην πλειοψηφία τους δε συμμετείχαν στην τελευταία εκλογική μάχη, ενώ οι μεγαλύτεροι ξαναψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρούμε ότι αυτό είναι άσχετο με τη μειωμένη ελκτική δύναμη της δικής μας παρουσίας; Μήπως θεωρούμε ότι η δυναμική του ΟΧΙ εξαντλήθηκε και δε μπορεί να αντληθεί ξανά δύναμη απ’ αυτήν για τη στήριξη μιας – μελλοντικά – ριζικά διαφορετικής προοπτικής; Αν ωστόσο κάνω λάθος και δεν υποτιμούμε το ΟΧΙ, τότε δε θα έπρεπε να είναι αυτό που θα μας καθοδηγήσει σε ποιον κόσμο απευθυνόμαστε με στόχο να ενεργοποιηθεί, άρα και με τι θέσεις και τρόπους;
Έκτο, να θυμίσω το γεγονός ότι το ΟΧΙ διεμβόλισε όλα τα κόμματα. Αυτό σημαίνει ότι η Λαϊκή Ενότητα ως μέτωπο θα πρέπει να είναι τόσο ανοιχτή ώστε να συμπεριλαμβάνει, ως μέλη είτε ως συνεργαζόμενους, όχι μόνο δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και ριζοσπαστικές δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις που αντιτίθενται πριν απ’ όλα στην εξαέρωση της όποιας κυριαρχίας είχε απομείνει στη χώρα. Γενικότερα η Λαϊκή Ενότητα θα πρέπει να παλέψει να συμπεριλάβει ή να συνεργαστεί με όποια σοβαρή πρωτοβουλία κινείται σήμερα σε αντιμνημονιακή κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένης και της δράσης Δημάρχων που αποδεσμεύτηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ.
Έβδομο, η επιδίωξη μας, η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας να βρεθεί στο προσκήνιο, δε σημαίνει ότι συγκροτούμε ένα κινηματικό φορέα προσανατολισμένο στην ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων. Η Λαϊκή Ενότητα πρέπει να είναι πολιτικό μέτωπο, που ενισχύει όλους τους αγώνες και την πρωτοβουλιακή οργάνωση τμημάτων της κοινωνίας ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές, ξεκινώντας από το εργατικό και λαϊκό κίνημα, τα δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και των ανέργων για αξιοπρεπή δουλειά: με τρόπο που να ενώνεται κι όχι ν’ αποχωρίζεται απ’ ό,τι ήδη υπάρχει ως συλλογική μορφή εκπροσώπησης.
Όγδοο, τίποτα δε μπορεί να γίνει χωρίς κοινωνικές συμμαχίες με τα μεσαία στρώματα αποσπώντας τα από τις εξαρτήσεις τους από την οικονομική ολιγαρχία. Αυτό είναι πολύ πιο εύκολο σήμερα, που οι μνημονιακές πολιτικές μεταμφιεσμένες σε εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, κατατείνουν απροκάλυπτα στο μαζικό «θάνατο του εμποράκου», στην καταστροφή νέου κύκλου εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων: αυτών που κυρίως «κρατούν» και τους υπολειπόμενους εργαζόμενους. Σήμερα, που οι ίδιες πολιτικές υπονομεύουν με σφοδρότητα τους τομείς ακριβώς που υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα από την άποψη μιας πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης προς όφελος του λαού και του τόπου: την αγροτική και γενικότερα πρωτογενή παραγωγή, τον τουρισμό, την ενέργεια, αλλά και τους τελευταίους επιζώντες ζωτικούς κλάδους της βιομηχανίας, όπως είναι το φάρμακο».