Αντάρτες και κότες
Για την αντιγραφή: Sibilla
Αντάρτης
[αντάρτης / αντ-αίρω] (ο) ουσ. θηλ. αντάρτισσα αυτός που παίρνει μέρος σε ένοπλη εξέγερση εναντίον της κρατικής εξουσίας ή πολιτικού καθεστώτος πολεμιστής άτακτου στρατιωτικού σώματος που αγωνίζεται για την απελευθέρωση της πατρίδας του ανυπάκουος, ταραξίας (ιδ. για παιδιά) στασιαστής, επαναστάτης.
[αντάρτης / αντ-αίρω] (ο) ουσ. θηλ. αντάρτισσα αυτός που παίρνει μέρος σε ένοπλη εξέγερση εναντίον της κρατικής εξουσίας ή πολιτικού καθεστώτος πολεμιστής άτακτου στρατιωτικού σώματος που αγωνίζεται για την απελευθέρωση της πατρίδας του ανυπάκουος, ταραξίας (ιδ. για παιδιά) στασιαστής, επαναστάτης.
Κότα
[θηλ. του μτγν. κόττος και κοττός (= πετεινός)]
(η) ουσ. όρνιθα φρ. είναι να τον κλαιν κι οι κότες, βρίσκεται σε άθλια κατάσταση - περνώ ζωή και κότα, καλοπερνώ, χωρίς φροντίδες, ξένοιαστα
φρ. ζωή χαρισάμενη - κοιμάται με τις κότες, κοιμάται πολύ νωρίς - (παροιμ.)η γριά κότα έχει το ζουμί, έχει μεγαλύτερη ερωτική πείρα η ώριμη γυναίκα.
[θηλ. του μτγν. κόττος και κοττός (= πετεινός)]
(η) ουσ. όρνιθα φρ. είναι να τον κλαιν κι οι κότες, βρίσκεται σε άθλια κατάσταση - περνώ ζωή και κότα, καλοπερνώ, χωρίς φροντίδες, ξένοιαστα
φρ. ζωή χαρισάμενη - κοιμάται με τις κότες, κοιμάται πολύ νωρίς - (παροιμ.)η γριά κότα έχει το ζουμί, έχει μεγαλύτερη ερωτική πείρα η ώριμη γυναίκα.